- ἐξέτεινα
- ἐκτείνωstretch outaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐξέτειν' — ἐξέτεινα , ἐκτείνω stretch out aor ind act 1st sg ἐξέτεινε , ἐκτείνω stretch out aor ind act 3rd sg ἐξέτεινε , ἐκτείνω stretch out imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text … Wikipedia
εκτείνω — έκτεινα και εξέτεινα, εκτάθηκα, εκτεταμένος, μτβ. 1. απλώνω, τεντώνω: Εκτείνω το χέρι μου. 2. ξαπλώνω, απλώνω κάτω: Να εκτείνετε τον ασθενή στο χειρουργικό τραπέζι. 3. επεκτείνω, μεγαλώνω, επιμηκύνω: Εκτείνω τα όρια του κράτους. 4. το μέσ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)